κοντρί

κοντρί
το
μεγάλη ογκώδης πέτρα, ογκόλιθος, βράχος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ροβολώ — άω, Ν 1. κατεβαίνω γοργά από ύψωμα (α. «βλαχούλα ν εροβόλαγε από ψηλή ραχούλα», δημ. τραγούδι β. «και ροβολούν κατάραχα τ αρνιά γκρεμούς και πλάγια», Γρυπάρ.) 2. εφορμώ ακάθεκτος εναντίον αντιπάλου που βρίσκεται σε χαμηλότερη θέση από τη δική μου …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”